πικρόγλωσσος

πικρόγλωσσος
-η, -ο
αυτός που λέει πικρά, πειραχτικά λόγια, ο φαρμακόγλωσσος: Είναι ο πικρόγλωσσος της παρέας (αντίθ. γλυκόγλωσσος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πικρόγλωσσος — η, ο / πικρόγλωσσος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. αυτός που έχει πικρή γλώσσα, που τα λόγια του θίγουν ή προκαλούν θλίψη αρχ. εκείνος που προέρχεται από πικρή, σκληρή γλώσσα («πικρογλώσσους ἀράς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γλωσσος (< γλῶσσα)] …   Dictionary of Greek

  • πικρογλώσσους — πικρόγλωσσος of sharp masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”